Ερινύς

Ερινύς
και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ)
καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο
νεοελλ.
1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική («ξανοίγει Ερινύαν φαρμακερή, οπού αγιάτρευτην ανοίγει τής Ελλάδας μίαν πληγή», Σολωμ.)
2. κακότροπη γυναίκα, μέγαιρα
αρχ.
1. θεότητα που βάζει μέσα στην ψυχή τού ανθρώπου τη διάθεση προς το κακό, προς την καταστροφή, όπως η Άτη («τὴν oἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεά, δασπλῆτις Ἐρινύς», Ομ. Οδ.)
2. στον Ηράκλειτο οι θεότητες που διαφυλάσσουν και συντηρούν την ηθική τάξη
3. ως προσηγ. αρά, κατάρα («μητρὸς ἐρινύες» — οι κατάρες τής μητέρας, Ομ. Ιλ.)
4. φρ. «ἐρινὺς φρενῶν» — μανία, τρέλα, διατάραξη τών φρενών (Σοφ.)
5. μτφ. για πρόσ. αυτός που φέρνει συμφορές σε πολλούς («νυμφόκλαυτος Ἐρινύς» — για την Ελένη, Αισχύλ.)
6. επίθ. τής θεάς Δήμητρας στην Αρκαδία
7. κατά τον Ησύχιο, «Ἀφροδίτης εἴδωλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία θεάς που εκδικείται, η οποία αρχικά δήλωνε πιθ. την οργισμένη ψυχή τού σκοτωμένου πολεμιστή που ζητά εκδίκηση. Η λέξη απαντά συχνότερα στον πληθυντικό Ερινύες και θεωρείται ορθότερη η γραφή της με ένα -ν-. Ήδη από την Ιλιάδα χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό. Η ετυμολογία τής λέξεως είναι άγνωστη και οι υποθέσεις ότι συνδέεται με τα έρις, ορίνω, αρχ. ινδ. risyati «παθαίνω ζημιά», αρχ. ινδ. rosati, rusyati «είμαι βλοσυρός, οργίζομαι» παραμένουν αμφίβολες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἐρινῦς — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινῦς — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινύς — Ἐρινύ̱ς , Ἐρινύς the Erinys fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύς — ἐρινύ̱ς , Ἐρινύς the Erinys fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύων — Ἐρινύς the Erinys gen pl Ἐρινύς the Erinys fem gen pl ἐρινύω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινύας — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύας — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινύες — Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”